- μηχανουργία
- ηη τέχνη και το έργο του μηχανουργού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανουργία — μηχανουργίᾱ , μηχανουργία fem nom/voc/acc dual μηχανουργίᾱ , μηχανουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανουργίᾳ — μηχανουργίᾱͅ , μηχανουργία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανουργία — η (ΑΜ μηχανουργία) [μηχανουργός] η τέχνη και το έργο τού μηχανουργού … Dictionary of Greek
μηχανουργίας — μηχανουργίᾱς , μηχανουργία fem acc pl μηχανουργίᾱς , μηχανουργία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανουργίαν — μηχανουργίᾱν , μηχανουργία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανουργίαις — μηχανουργία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατύχημα — Όρος ο οποίος στο ιατρικό νομικό λεξιλόγιο σημαίνει κάθε ακούσιο και απροσδόκητο αποτέλεσμα στον ανθρώπινο οργανισμό. Η συγκριτική μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων για τα ποσοστά θνησιμότητας εξαιτίας α. σε 42 χώρες επιτρέπει τη διαπίστωση ότι τα… … Dictionary of Greek
κατάνη — (Catania). Πόλη (306.464 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην ανατολική ακτή της Σικελίας, στους πρόποδες του ηφαιστείου της Αίτνας. Αφού καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς και από λάβα της Αίτνας, ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της θέση έπειτα από… … Dictionary of Greek
μηχανουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανουργία ή στον μηχανουργό («μηχανουργικά εργαλεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
Γάνδη — (γαλλ. Gand, φλαμ. Gent). Πόλη (224.180 κάτ. το 2000) του βορειοδυτικού Βελγίου, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Ανατολικής Φλάνδρας, στη συμβολή των ποταμών Λις και Σκάλδη. Το παλαιότερο τμήμα της πόλης (της εποχής του Μεσαίωνα και της… … Dictionary of Greek